περιορίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιορίζομαι: παθητική φωνή του ρήματος περιορίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

περιορίζομαι

  1. υπόκειμαι σε περιορισμούς, είμαι ή νιώθω περιορισμένος
    η άσκηση των δικαιωμάτων μας περιορίζεται από τους νόμους
    το ελεύθερο πνεύμα του δεν περιοριζόταν από τους τέσσερις τοίχους του κελιού του
  2. κάνω τα ελάχιστα, μόνο αυτά που επιβάλλεται ή επιτρέπεται να κάνω, παραμένω από ανάγκη ή επιλογή, μέσα σε κάποια πλαίσια ή όρια
    το φαγητό του περιοριζόταν σε ψωμί και χόρτα του βουνού

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]