περιορισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περιορισμός οι περιορισμοί
      γενική του περιορισμού των περιορισμών
    αιτιατική τον περιορισμό τους περιορισμούς
     κλητική περιορισμέ περιορισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιορισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιορισμός < περιορίζω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική limitation). Μορφολογικά αναλύεται σε περι- + ορισμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ɾi.o.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐ο‐ρι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιορισμός αρσενικό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περιορίζω
  2. μείωση, ελάττωση
  3. οτιδήποτε μειώνει, ελαττώνει, περιορίζει
  4. εξαναγκασμός για παραμονή σε συγκεκριμένο χώρο, χωρίς δυνατότητα αποχώρησης
  5. (φυσική) το γεγονός ότι τα κουάρκ δεν παρατηρούνται ποτέ απομονωμένα, εγκλωβισμός των κουάρκ
  6. (βάσεις δεδομένων, σχεσιακές βάσεις δεδομένων, SQL) κανόνες, ιδιότητες, που υποστηρίζονται από το ΣΔΒΔ (DBMS) και δίδονται στη στήλη (column) ενός πίνακα (tables)
    ※  Το ΣΔΒΔ που διαχειρίζεται τη βάση υποστηρίζει τη χρήση κανόνων και περιορισμών, που εξασφαλίζουν την ακεραιότητα και την ασφάλεια των δεδομένων.[1]
    υπώνυμα: διαδοχική διαγραφή ή εξαρτημένη διαγραφή, περιορισμός διαγραφής, περιορισμός ελέγχου, περιορισμός ενημέρωσης, περιορισμός πεδίου ορισμού
    Δείτε επίσης: ακεραιότητα δεδομένων
  7. (βάσεις δεδομένων) → δείτε  επιλογή ή οριζόντια επιλογή[2]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 6.3. ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΠΙΝΑΚΩΝ, Εφαρμογές Λογισμικού - Βιβλίο Μαθητή, Γ' τάξης της Τεχνολογικής Κατεύθυνσης του Ενιαίου Λυκείου. Προσπέλαση 2020-01-31
  2. Μ.Χατζόπουλος, 2009, Το Σχεσιακό Μοντέλο - Σχεσιακή Άλγεβρα, Σχεσιακός Λογισμός, σελ. 34-38. Προσπέλαση 2020-02-06

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περιορισμός οἱ περιορισμοί
      γενική τοῦ περιορισμοῦ τῶν περιορισμῶν
      δοτική τῷ περιορισμ τοῖς περιορισμοῖς
    αιτιατική τὸν περιορισμόν τοὺς περιορισμούς
     κλητική ! περιορισμέ περιορισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιορισμώ
γεν-δοτ τοῖν  περιορισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιορισμός < περιορίζω, περιορισ- + -μός. Μορφολογικά αναλύεται σε περι- + ὁρισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιορισμός, -ού αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]