περιπάθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιπάθεια < ελληνιστική κοινή περιπάθεια < περιπαθής < αρχαία ελληνική περί + πάσχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιπάθεια θηλυκό
- το να είναι κάποιος περιπαθής, να αποζητά κάτι με πάθος, η σφοδρή ψυχική ταραχή
- ※ Τότε ακόμα η ποίησή του ήταν μια ορμή φωτός που σαγήνευε με τους ελεγειακούς τόνους της, ήταν μια διάχυτη ερωτική περιπάθεια, μια πλημμυρισμένη άστρα μοναξιά. (Θαρραλέα αναμέτρηση με την αλήθεια, Η Καθημερινή, 25.05.2004)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιπάθεια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)