περιπολία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιπολία οι περιπολίες
      γενική της περιπολίας των περιπολιών
    αιτιατική την περιπολία τις περιπολίες
     κλητική περιπολία περιπολίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιπολία < περίπολος + -ια

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ɾi.poˈli.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιπολία θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) η τακτική μετακίνηση μιας ένοπλης ομάδας με σκοπό τον έλεγχο της ασφάλειας ενός στρατοπέδου ή για τη φύλαξη μιας περιοχής
  2. (γενικότερα) η τακτική περιφορά σε μια περιοχή για ένα ορισμένο σκοπό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]