περιτρέχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιτρέχω < αρχαία ελληνική περιτρέχω < περί + τρέχω
Ρήμα[επεξεργασία]
περιτρέχω
- (αρχαιοπρεπές) τρέχω γύρω από κάτι
- διαβάζω βιαστικά κι απρόσεκτα γυρνώντας γρήγορα τις σελίδες
- πηγαίνω απ’ τη μια μεριά ως την άλλη, περιβάλλω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιτρέχω
|