περιττωματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιττωματικός < αρχαία ελληνική περιττωματικός < περίττωμα
Επίθετο[επεξεργασία]
περιττωματικός
- που έχει σχέση με περιττώματα ή αναφέρεται σ’ αυτά