περιτυλίγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιτυλίγω < ελληνιστική κοινή περιτυλίσσω < τῠλίσσω / τυλίττω < αρχαία ελληνική τύλη / τύλος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ri.tiˈli.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐τυ‐λί‐γω

Ρήμα[επεξεργασία]

περιτυλίγω (παθητική φωνή: περιτυλίγομαι)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]