περιτόναιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιτόναιο τα περιτόναια
      γενική του περιτοναίου
περιτόναιου
των περιτοναίων
    αιτιατική το περιτόναιο τα περιτόναια
     κλητική περιτόναιο περιτόναια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιτόναιο < αρχαία ελληνική περιτόναιον, ουδέτερο του περιτόναιος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιτόναιο ουδέτερο

  1. (ανατομία) λεπτή και διάφανης μεμβράνη που εκτείνεται στην εσωτερική επιφάνεια της κοιλιακής κοιλότητας και περιβάλλει τα σπλάχνα
  2. (ναυτικός όρος) η κουπαστή του πλοίου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]