περιφρονητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιφρονητικός < (ελληνιστική κοινή) περιφρονητικός < αρχαία ελληνική περιφρονέω-περιφρονῶ [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
περιφρονητικός, -ή, -ό
- που δείχνει ή εκφράζεται με περιφρόνηση για κάποιον ή κάτι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ περιφρονητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας