πετρόλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πετρόλ < γαλλική (bleu) pétrole < μεσαιωνική λατινική petroleum < λατινική petra (< αρχαία ελληνική πέτρα (αντιδάνειο)) + oleum (< αρχαία ελληνική ἔλαιον)
Επίθετο[επεξεργασία]
πετρόλ άκλιτο
- ένα μπλε χρώμα με πράσινες ή γκρι αποχρώσεις
πετρόλ (χρώμα):
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πετρόλ
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)