πεττεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πεττείᾱ | αἱ | πεττεῖαι |
γενική | τῆς | πεττείᾱς | τῶν | πεττειῶν |
δοτική | τῇ | πεττείᾳ | ταῖς | πεττείαις |
αιτιατική | τὴν | πεττείᾱν | τὰς | πεττείᾱς |
κλητική ὦ! | πεττείᾱ | πεττεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεττείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πεττείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεττεία θηλυκό ή πεσσεία
- (παιχνίδι) το παίξιμο των πεττών, το άθυρμα (παιχνίδι) που συνδύαζε την εκπαίδευση και στην ψυχαγωγία και αφορά γενικά τα σημερινά επιτραπέζια παιχνίδια όπως το σκράμπλ, το φιδάκι, το σκάκι, την ντάμα κ.λπ.
- το επιτραπέζιο παιχνίδι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- πεττεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Παιχνίδια (αρχαία ελληνικά)
- Παιχνίδια, αντικείμενα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)