πηκτή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πηκτή < πηκτός < πήγνυμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πηκτή θηλυκό

  1. δίχτυ για κυνήγι πουλιών
  2. χλωρό τυρί

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πηκτή

Πηγές[επεξεργασία]