πηλοθεραπευτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πηλοθεραπευτήριο | τα | πηλοθεραπευτήρια |
γενική | του | πηλοθεραπευτήριου & πηλοθεραπευτηρίου |
των | πηλοθεραπευτήριων & πηλοθεραπευτηρίων |
αιτιατική | το | πηλοθεραπευτήριο | τα | πηλοθεραπευτήρια |
κλητική | πηλοθεραπευτήριο | πηλοθεραπευτήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πηλοθεραπευτήριο < πηλός + -ο- + θεραπευτήριο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πηλοθεραπευτήριο ουδέτερο
- θεραπευτήριο όπου γίνεται χρήση θεραπευτικού πηλού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πηλοθεραπευτήριο
|