πιθανότατα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιθανότατα < από τον αδόκιμο πληθ. ουδετέρου υπερθετικού βαθμού του επιθέτου < πιθανός

Επίρρημα[επεξεργασία]

πιθανότατα

  • κατά πάσα πιθανότητα, το πιθανότερο από όλα είναι να... ή ότι θα...
    -Θα επανεκλεγεί; -Πιθανότατα. (Δηλαδή, μάλλον ναι)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]