πιθηκάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιθηκάκι τα πιθηκάκια
      γενική
    αιτιατική το πιθηκάκι τα πιθηκάκια
     κλητική πιθηκάκι πιθηκάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιθηκάκι < πίθηκος + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιθηκάκι ουδέτερο

  1. μικρός πίθηκος
  2. το μικρό του πίθηκου

Συγγενικά[επεξεργασία]