πινάκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πινάκιο | τα | πινάκια |
γενική | του | πινακίου & πινάκιου |
των | πινακίων |
αιτιατική | το | πινάκιο | τα | πινάκια |
κλητική | πινάκιο | πινάκια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πινάκιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πινάκιον[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /piˈna.ci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐νά‐κι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πινάκιο ουδέτερο
- μικρός πίνακας
- (κουζινικά) επιτραπέζιο σκεύος, συνήθως πήλινο, που χρησιμοποιείται στο σερβίρισμα φαγητού, το πιάτο
- (νομικός όρος) το βιβλίο με αριθμημένες και μονογραμμένες από τον προϊστάμενο του δικαστηρίου σελίδες στο οποίο εγγράφονται με τη σειρά οι υποθέσεις που εκδικάζονται στο ακροατήριο σε μία δικάσιμο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντί πινακίου φακής
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πινάκιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)