πιπί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιπί τα πιπιά
      γενική του πιπιού των πιπιών
    αιτιατική το πιπί τα πιπιά
     κλητική πιπί πιπιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιπί < (στην παιδική γλώσσα)[1] Δείτε και τη γαλλική pipi

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιπί ουδέτερο - (νηπιακή λέξη)

  1. κατούρημα
    Θέλω να κάνω πιπί μου...
     συνώνυμα: τσίσα
  2. τα γεννητικά όργανα των παιδιών (αγοριών & κοριτσιών)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]