πιστών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

πιστών αρσενικό ή θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του πιστός (ουσιαστικοποιημένο)
  2. γενική πληθυντικού του πίστα

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πιστών