πλάση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλάση οι πλάσεις
      γενική της πλάσης* των πλάσεων
    αιτιατική την πλάση τις πλάσεις
     κλητική πλάση πλάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλάσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλάση < αρχαία ελληνική πλάσις < πλάσσω.πλάττω (αόρ. ἔπλασα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλάση θηλυκό

  • όλα όσα πλάστηκαν, όλα τα έμβια και άβια που δημιουργήθηκαν από το Θεό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]