πλαγιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλαγιάζω < αρχαία ελληνική πλαγιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

πλαγιάζω

  1. γέρνω κάτι στο πλάι, το κάνω να πλαγιάζει, να γύρει, να πέσει με το πλευρό
  2. ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή να ξεκουραστώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλαγιάζω < πλάγιος

Ρήμα[επεξεργασία]

πλαγιάζω

  1. στρέφω στα πλάγια (τον ίππο, το καράβι ως προς τον άνεμο κ.λπ.)
  2. κάνω να λοξοδρομήσει
  3. παραπλανώ
  4. προσαρμόζω
  5. χτυπώ με το πλαϊνό μέρος του σπαθιού
    προσέταξε τοῖς στρατιώταις ἐκδιῶξαι αὐτοὺς ἐκ τῆς ἀγορᾶς πλαγίοις καὶ πλατέσι τοῖς ξίφεσι παίοντας

Συγγενικά[επεξεργασία]