πλανάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλανάρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
πλανάρω
- για σκάφος που ταξιδεύει με μεγάλη ταχύτητα του οποίου η γάστρα αγγίζει οριακά την επιφάνεια του νερού.
- γλιστρώ, κινούμαι ομαλά και αβίαστα