πλανόδιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλανόδιος < αρχαία ελληνική πλανόδιος
Επίθετο[επεξεργασία]
πλανόδιος, -α, -ο
- (για μικροεπαγγελματίες) που περιφέρεται στους δρόμους, χωρίς σταθερή εγκατάσταση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πλανόδιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πλανόδιος
- που κινείται σε πλάγιους δρόμους, σε παράδρομους
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)