πλασέμπο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλασέμπο < (λόγιο δάνειο) αγγλική placebo < λατινική placebo (θα ευχαριστήσω, μέλλοντας του placeo)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλασέμπο ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]