πλασματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλασματικός < αρχαία ελληνική πλασματικός < πλάσμα < πλάσσω
Επίθετο[επεξεργασία]
πλασματικός
- που είναι είτε αντικείμενο της φαντασίας είτε φτιαχτός