πλαστικές τέχνες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πλαστικές τέχνες θηλυκό πληθυντικός
- (τέχνη) που ασχολούνται με εύπλαστα υλικά για την δημιουργία καλλιτεχνικών έργων, όπως η ζωγραφική, και η γλυπτική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλαστικές τέχνες