πλαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλαστικός | η | πλαστική | το | πλαστικό |
γενική | του | πλαστικού | της | πλαστικής | του | πλαστικού |
αιτιατική | τον | πλαστικό | την | πλαστική | το | πλαστικό |
κλητική | πλαστικέ | πλαστική | πλαστικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλαστικοί | οι | πλαστικές | τα | πλαστικά |
γενική | των | πλαστικών | των | πλαστικών | των | πλαστικών |
αιτιατική | τους | πλαστικούς | τις | πλαστικές | τα | πλαστικά |
κλητική | πλαστικοί | πλαστικές | πλαστικά | |||
η κλίση του θηλυκού όπως το γλυκός θεωρείται αδόκιμη | ||||||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλαστικός < αρχαία ελληνική πλαστικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πλαστικός
- που αποτελείται από πλαστικό (υλικό)
- (για τις τέχνες) που διαμορφώνουν κάποιο υλικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πλαστικός < πλάσσω
Επίθετο[επεξεργασία]
πλαστικός
- αυτός που μπορεί να διαμορφωθεί ή να διαμορφώσει
- (για τις τέχνες) που διαμορφώνουν κάποιο υλικό
- (για ανθρώπους) που είναι προικισμένος στις πλαστικές τέχνες