πλατό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλατό < από το γαλλικό plateau υπό την έννοια του μεγάλου επίπεδου χώρου.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλατό ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]