πλειονότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλειονότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλειονότης, από την αιτιατική σε -ητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλειονότητα θηλυκό
- το μεγαλύτερο μέρος ή τμήμα ενός πλήθους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πλειονοψηφία
- πλειονοψηφώ
- → και δείτε το πρόθημα πλειονο-
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)