πλευρό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλευρό τα πλευρά
      γενική του πλευρού των πλευρών
    αιτιατική το πλευρό τα πλευρά
     κλητική πλευρό πλευρά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανθρώπινα πλευρά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλευρό < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλευρόν (ουδέτερο), παράλληλος τύπος του θηλυκού πλευρά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pleˈvɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλευ‐ρό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλευρό ουδέτερο

  1. (ανθρώπινο σώμα) το μέρος του κορμού του σώματος μεταξύ της πλάτης και του στήθους/κοιλιακής χώρας
  2. (ανατομία) για το οστό → δείτε τη λέξη πλευρά (θηλυκό)
     συνώνυμα: παΐδι
  3. κάποιο πλάγιο τμήμα επιφάνειας, πράγματας
  4. (μεταφορικά) το ευαίσθητο σημείο
    → δείτε την έκφραση  έχω καλυμμένα τα πλευρά μου από κάθε επίθεση

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι: δεν θα γίνει αυτό που προσδοκείς/ελπίζεις/θέλεις

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
πλευρ- 

Μεταφράσεις[επεξεργασία]