πληθάριθμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πληθάριθμος | οι | πληθάριθμοι |
γενική | του | πληθάριθμου & πληθαρίθμου |
των | πληθάριθμων & πληθαρίθμων |
αιτιατική | τον | πληθάριθμο | τους | πληθάριθμους & πληθαρίθμους |
κλητική | πληθάριθμε | πληθάριθμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πληθάριθμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πληθάριθμος αρσενικό