πλημμυρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλημμυρίζω < μεσαιωνική ελληνική πλημμυρίζω < αρχαία ελληνική πλημυρέω / πλημυρῶ < πλημύρα

Ρήμα[επεξεργασία]

πλημμυρίζω

  1. (αμετάβατο) γεμίζω με κάποιο υγρό που έχει ξεφύγει από τον φυσικό του χώρο
  2. (μεταβατικό) γεμίζω κάποιο χώρο με ένα υγρό
  3. (κατ’ επέκταση) (μεταβατικό) (αμετάβατο) (μεταφορικά) γεμίζω, κατακλύζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]