πληρέστερα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πληρέστερα, συγκριτικός βαθμός του πλήρως

Επίρρημα[επεξεργασία]

πληρέστερα

  • καλύτερα, πιο ολοκληρωμένα, με ακόμα πιο λίγα κενά
    ※  ...την ανάπτυξη του δανεισμού και της συσσώρευσης πλούτου, ώστε να μπορέσουμε όλοι να κατανοήσουμε πληρέστερα την εξελικτική στάση μας απέναντι στο χρήμα, τη θέση που εμείς οι ίδιοι του αποδώσαμε στη ζωή μας καθώς και...("Αποταμίευση και Διαχείριση Χρήματος στην Ελληνική Ιστορία", 2011, εκδόσεις Λιβάνη)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πληρέστερα