πληρεξούσιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πληρεξούσιο τα πληρεξούσια
      γενική του πληρεξούσιου των πληρεξούσιων
    αιτιατική το πληρεξούσιο τα πληρεξούσια
     κλητική πληρεξούσιο πληρεξούσια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πληρεξούσιο < πληρεξούσιο έγγραφο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πληρεξούσιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πληρεξούσιο