πληρεξούσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πληρεξούσιος < πλήρης + εξουσία + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) ιταλική plenipotenziario)
Επίθετο[επεξεργασία]
πληρεξούσιος, -α, -ο
- (νομικός όρος) που του έχει εκχωρηθεί το δικαίωμα ενέργειας για λογαριασμό κάποιου άλλου (σε δικαιοπραξία)
- (ιστορία) λαϊκός αντιπρόσωπος σε συνέλευση
- (ουσιαστικοποιημένο) πληρεξούσιος: κάποιος που του έχει εκχωρηθεί το δικαίωμα ενέργειας για λογαριασμό άλλου
- (ουσιαστικοποιημένο) πληρεξούσιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πληρεξούσιο
- πληρεξουσιότητα
- → δείτε τις λέξεις πλήρης και εξουσία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πληρεξούσιος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)