πλισές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλισές οι πλισέδες
      γενική του πλισέ των πλισέδων
    αιτιατική τον πλισέ τους πλισέδες
     κλητική πλισέ πλισέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλισές < άμεσο δάνειο από τη γαλλική plissé + [1] Συγκρίνετε με το πλισέ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pliˈses/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλι‐σές

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλισές αρσενικό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]