πλοηγώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλοηγώ < πλοηγός +

Ρήμα[επεξεργασία]

πλοηγώ (παθητική φωνή: πλοηγούμαι)

  1. (ναυτικός όρος) είμαι πλοηγός και οδηγώ με γνώση και επιδέξιους χειρισμούς κάποιο πλοίο σε άγνωστα (για τον καπετάνιο του) και επικίνδυνα νερά
     συνώνυμα: πιλοτάρω
  2. (κατ’ επέκταση) οδηγώ ή βοηθώ στην οδήγηση κάποιον οδηγό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]