πλοῖον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλοῖον < πλέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλοῖον ουδέτερο

  1. πλοίο, καράβι ή λέμβος
  2. (ειδικότερα) εμπορικό πλοίο (όταν αντιδιαστέλλεται προς το πολεμικό (ναῦς)