πλύση εγκεφάλου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλύση εγκεφάλου < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική brainwash (με μεταφορική χρήση της λέξης πλύση, κατά το πλύση στομάχου)
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πλύση εγκεφάλου θηλυκό
- η εμφύτευση νέων ιδεών και αντιλήψεων στο νου κάποιου μέσω της συστηματικής προπαγάνδας, του βομβαρδισμού με συνεχή μηνύματα ή εξελιγμένων ψυχοτεχνικών μεθόδων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλύση εγκεφάλου
|