ποδήνεμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ποδήνεμος | τὸ ποδήνεμον | οἱ, αἱ ποδήνεμοι | τὰ ποδήνεμα |
Γενική | τοῦ, τῆς ποδηνέμου | τοῦ ποδηνέμου | τῶν ποδηνέμων | τῶν ποδηνέμων |
Δοτική | τῷ, τῇ ποδηνέμῳ | τῷ ποδηνέμῳ | τοῖς, ταῖς ποδηνέμοις | τοῖς ποδηνέμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ποδήνεμον | τὸ ποδήνεμον | τοὺς, τὰς ποδηνέμους | τὰ ποδήνεμα |
Κλητική | ποδήνεμε | ποδήνεμον | ποδήνεμοι | ποδήνεμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ποδηνέμω | |||
Γενική-Δοτική | ποδηνέμοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ποδήνεμος,ος,ον ( δωρικός τύπος ποδάνεμος)
- ο γοργός, που τα πόδια του είναι γοργά σαν τον άνεμο