ποδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποδίζω < κατά πάσα πιθανότητα από την αρχαία ελληνική ποδίζω ή από τους πόδες στα πλοία

Ρήμα[επεξεργασία]

ποδίζω

  1. (ναυτικός όρος) βρίσκω προσωρινό καταφύγιο από την κακοκαιρία
  2. (ναυτικός όρος) απομακρύνομαι από την κατεύθυνση του ανέμου

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποδίζω < πούς

Ρήμα[επεξεργασία]

ποδίζω

  1. δένω τα πόδια
  2. που έχει πόδια (το παθητικό)
  3. πεποδισμένα ζώα (εκείνα που έχουν πόδια)
  4. συνθέτω με το ποιητικό μέτρο του ποδός
    τροχαϊκῶς ποδίζεσθαι
  5. ίσως σημαίνει και το χορεύω