ποδοστράβη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποδοστράβη < πούς + -στράβη ( < στρέβλη)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποδοστράβη θηλυκό

  1. όργανο που έσφιγγε τα πόδια στις χειρουργικές επεμβάσεις
  2. όργανο βασανισμού, πεδίκλα