ποιέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ποιώ

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ποιέω > ποιῶ    ποιοῦμαι 
Παρατατικός  ἐποίουν   ἐποιούμην 
Μέλλοντας  ποιήσω   ποιήσομαι & ποιηθήσομαι 
Αόριστος  ἐποίησα   ἐποιησάμην & ἐποιήθην 
Παρακείμενος  πεποίηκα   πεποίημαι 
Υπερσυντέλικος  ἐπεποιήκειν   ἐπεποιήμην 
Συντελ.Μέλλ.  πεποιηκώς ἔσομαι   πεποιημένος ἔσομαι 

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποιέω < ποιϝέω‎ < *ποιϝός ‎< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷei-u (μαζεύω, συγκεντρώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷey-. Συγγενή: αβεστική 𐬗𐬌𐬥𐬎𐬎𐬀𐬧𐬙- (cinuuaṇt-, μετοχή ενεστώτα), σανσκριτική चिनोति (cinóti)[1] → και δείτε τη ρίζα *kʷey-

Ρήμα[επεξεργασία]

ποιέω / ποιῶ (μεσοπαθητική φωνή: ποιέομαι / ποιοῦμαι)

  1. (και στη μεσοπαθητική φωνή) ποιώ, ενεργώ, κατασκευάζω, πράττω, κάνω, δημιουργώ
    → δείτε παράθεμα στο ποιήσας
  2. (+ αιτιατική, και στη μεσοπαθητική φωνή) καθιστώ κάποιον κάτι, του δίνω μια ιδιότητα (π.χ. τον προάγω) ή του προξενώ κάτι
    ποιῶ τινά στρατηγόν
  3. (+ αιτιατική & απαρέμφατο) κάνω κάποιον να προβεί σε μια ενέργεια

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

παράγωγα και σύνθετα

και

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]