ποικιλοχρωμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποικιλοχρωμία < ποικιλόχρωμος + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποικιλοχρωμία θηλυκό
- η ιδιότητα του ποικιλόχρωμου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποικιλοχρωμία
|