πολεμοκάπηλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολεμοκάπηλος η πολεμοκάπηλη το πολεμοκάπηλο
      γενική του πολεμοκάπηλου της πολεμοκάπηλης του πολεμοκάπηλου
    αιτιατική τον πολεμοκάπηλο την πολεμοκάπηλη το πολεμοκάπηλο
     κλητική πολεμοκάπηλε πολεμοκάπηλη πολεμοκάπηλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολεμοκάπηλοι οι πολεμοκάπηλες τα πολεμοκάπηλα
      γενική των πολεμοκάπηλων των πολεμοκάπηλων των πολεμοκάπηλων
    αιτιατική τους πολεμοκάπηλους τις πολεμοκάπηλες τα πολεμοκάπηλα
     κλητική πολεμοκάπηλοι πολεμοκάπηλες πολεμοκάπηλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολεμοκάπηλος < πολεμο- + κάπηλος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.le.moˈka.pi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λε‐μο‐κά‐πη‐λος

Επίθετο[επεξεργασία]

πολεμοκάπηλος, -η, -ο [1] και ως αρσενικό ουσιαστικό [2]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις πόλεμος και κάπηλος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. επίθετο «πολεμοκάπηλος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. ουσιαστικό πολεμοκάπηλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας