πολεμοπαθής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολεμοπαθής η πολεμοπαθής το πολεμοπαθές
      γενική του πολεμοπαθούς* της πολεμοπαθούς του πολεμοπαθούς
    αιτιατική τον πολεμοπαθή την πολεμοπαθή το πολεμοπαθές
     κλητική πολεμοπαθή(ς) πολεμοπαθής πολεμοπαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολεμοπαθείς οι πολεμοπαθείς τα πολεμοπαθή
      γενική των πολεμοπαθών των πολεμοπαθών των πολεμοπαθών
    αιτιατική τους πολεμοπαθείς τις πολεμοπαθείς τα πολεμοπαθή
     κλητική πολεμοπαθείς πολεμοπαθείς πολεμοπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολεμοπαθής < πόλεμος + -παθής

Επίθετο[επεξεργασία]

πολεμοπαθής, -ής, -ές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]