πολιτισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολιτισμός οι πολιτισμοί
      γενική του πολιτισμού των πολιτισμών
    αιτιατική τον πολιτισμό τους πολιτισμούς
     κλητική πολιτισμέ πολιτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολιτισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολιτισμός < αρχαία ελληνική πολίτης + -ισμός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική civilisation

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολιτισμός αρσενικό

  1. το σύνολο των ανθρώπινων επιτευγμάτων στον τεχνικό και πνευματικό τομέα
  2. (στην ιστορία και προϊστορία) τα ιδιαίτερα επιτεύγματα μιας κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη εποχή στον τεχνικό και πνευματικό τομέα
    ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, ο πολιτισμός της Εποχής του Χαλκού
  3. το σύνολο της υλικής και άυλης δημιουργίας ενός λαού στη διάρκεια των εξελίξεών του με σκοπό την κάλυψη των αναγκών του.
  4. η ανθρώπινη κοινωνία εν γένει
    έζησε σαν τον Ροβινσώνα μακριά από τον πολιτισμό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολιτισμός οἱ πολιτισμοί
      γενική τοῦ πολιτισμοῦ τῶν πολιτισμῶν
      δοτική τῷ πολιτισμ τοῖς πολιτισμοῖς
    αιτιατική τὸν πολιτισμόν τοὺς πολιτισμούς
     κλητική ! πολιτισμέ πολιτισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολιτισμώ
γεν-δοτ τοῖν  πολιτισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολιτισμός < αρχαία ελληνική πολίτ(ης) + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολιτισμός αρσενικό

  • (ελληνιστική κοινή) διοίκηση που σχετίζεται με τις δημόσιες υποθέσεις
    ※  ἀλλ’ οὖν ὅμως ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἐπρέσβευσεν εἰς Δημητριάδα πρὸς Ἀντίγονον καὶ οὐκ ἐπέτυχε. τὸ πᾶν δὴ διέτριβεν ἐν τῇ Ἀκαδημείᾳ τὸν πολιτισμὸν ἐκτοπίζων. (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, 4, 39) λείπει η μετάφραση

Πηγές[επεξεργασία]