πολλά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πόλλα, Πόλα, Πώλα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολλά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πολλά ουδέτερο του πολύς στον πληθυντικό [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /poˈla/ (για ιδιώματα όπου προφέρονται τα διπλά σύμφωνα ΔΦΑ : /poˈlːa/)
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολ‐λά

Επίρρημα[επεξεργασία]

πολλά

  1. (στην κοινή νεοελληνική) πολύ, συνήθως στην έκφραση πολλά βαρύς
  2. (ιδιωματικό) πολύ
    1. (όπως κυπριακά) χρειάζεται παράθεμα
    2. όπως (Χρειάζεται επεξεργασία)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολλά ουδέτερο στον πληθυντικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πολλά



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολλά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πολλά ουδέτερο του πολύς στον πληθυντικό

Επίρρημα[επεξεργασία]

πολλά ουδέτερο

  • πολύ (και ως επιτατικό)
    πολλά πλεότερα (πολύ περισσότερα)
    ※  17ος αιώνας παπα-Συναδινός, ιερεύς και σακελλάριος Σερρών, Xρονικό των Σερρών, φ. 32r
    Ἀπέθανεν ὁ παπὰ κὺρ Μπατζὴς ὁ Ζιχνιώτης καὶ ἐνορίτης τοὺς Ἁγίους Θεοδώρους, ἄνθρωπος ὡς ν΄ χρονῶν, ἐπτωχαδάκι, ταπεινός, ἥσυχος, πρᾶος, ἄκακος, ἁπλοῦς, φιλοκκλήσιος· ἀμὴ ἦτον πολλὰ ἀγράμματος.
    απόσπασμα@books.google Textes, documents, études sur le monde byzantin, néohellénique, et balkanique, vol.1. 1996

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

όπως

→ και δείτε τη λέξη πολυ- & πολύ

Πηγές[επεξεργασία]