πολυμορφισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολυμορφισμός οι πολυμορφισμοί
      γενική του πολυμορφισμού των πολυμορφισμών
    αιτιατική τον πολυμορφισμό τους πολυμορφισμούς
     κλητική πολυμορφισμέ πολυμορφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυμορφισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική polymorphisme[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polymorphism[1] αρχαία ελληνική πολύμορφος < πολύς + μορφή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυμορφισμός αρσενικό

  1. άλλη μορφή του πολυμορφία
  2. (βιολογία) η ικανότητα / ιδιότητα ορισμένων ειδών να εμφανίζονται σε ποικίλες μορφές ή εκδηλώσεις χωρίς να υπάρχει ουσιαστική αλλαγή στη βασική τους φύση
  3. (χημεία, φυσική) η ικανότητα ενός στερεού υλικού να υπάρχει σε περισσότερες από μία μορφές ή κρυσταλλικές δομές
  4. (πληροφορική) χαρακτηριστικό του αντικειμενοστραφούς προγραμματισμού που επιτρέπει σε αντικείμενα της ίδιας ιεραρχίας να αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα της βασικής κλάσης, παρά τις πραγματικές τους διαφορές

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 πολυμορφισμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πολυμορφισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας