πολυμορφοπύρηνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυμορφοπύρηνο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυμορφοπύρηνος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική polymorphonuclear)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυμορφοπύρηνο ουδέτερο
- (βιολογία) λευκό αιμοσφαίριο με πολλούς πυρήνες, που είναι σημαντικό για την αντιμετώπιση των λοιμώξεων και την αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυμορφοπύρηνο
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πολυμορφοπύρηνο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πολυμορφοπύρηνος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολυμορφοπύρηνος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)