πολυμορφοπύρηνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυμορφοπύρηνο τα πολυμορφοπύρηνα
      γενική του πολυμορφοπύρηνου των πολυμορφοπύρηνων
    αιτιατική το πολυμορφοπύρηνο τα πολυμορφοπύρηνα
     κλητική πολυμορφοπύρηνο πολυμορφοπύρηνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυμορφοπύρηνο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυμορφοπύρηνος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική polymorphonuclear)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυμορφοπύρηνο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πολυμορφοπύρηνο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πολυμορφοπύρηνος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολυμορφοπύρηνος