πολυνομοσχέδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυνομοσχέδιο < πολυ- + νομοσχέδιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυνομοσχέδιο ουδέτερο
- (νομικός όρος) νομοσχέδιο που περιλαμβάνει θέματα αρμοδιότητας περισσότερων του ενός υπουργείων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυνομοσχέδιο